conjurado - ορισμός. Τι είναι το conjurado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι conjurado - ορισμός


conjurado      
conjurado      
adj.
Que entra en una conjuración. Se utiliza también como sustantivo.
conjurado      
conjurado, -a Participio de conjurar[se]. adj. y n. Se aplica al que participa en una conjuración.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για conjurado
1. Una vez conjurado lo oscuro, entonces quedará lugar para el día, pero también para la noche.
2. Ahora se ha logrado reducir el riesgo, pero aún no está totalmente conjurado.
3. El peligro del absentismo en las urnas, la mayor amenaza para la legitimidad del sucesor de Vladímir Putin, quedó conjurado.
4. La etapa ha sido lenta, como si el pelotón se hubiera conjurado para no hacerse demasiado daño a las primeras de cambio ante una temprana llegada en alto.
5. El PSC está conjurado a evitar como sea la convocatoria de elecciones anticipadas y pasará por alto la decisión que adopte ERC sobre el Estatut.
Τι είναι conjurado - ορισμός